εμβόλαιο

εμβόλαιο
το
1. εργαλείο τορνευτών και σαγματοποιών που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση τού κατεργαζόμενου αντικειμένου
2. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος τού οποίου το σχήμα παίρνουν τα μεταλλικά κομμάτια που λυγίζονται πάνω του
3. ξύλινος σφηνίσκος για να ανοίγονται ή να συνδέονται θηλειές σε δύο σχοινιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμβολαίωση — η διάνοιξη αγκύλης ή θηλειάς με εμβόλαιο …   Dictionary of Greek

  • εμβολαιώνω — και εμβολαιώ ( όω) ανοίγω κάτι με εμβόλαιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”